- γυρολόγος
- ο лоточник; коробейник (уст. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυρολόγος — ο πλανόδιος μικρέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. γύρος + λόγος < λόγος < λέγω «συλλέγω» (πρβλ. καπνολόγος)] … Dictionary of Greek
γυρολόγος — ο πλανόδιος μικρέμπορος, πραματευτής: Αγόρασα μια κολόνια απ το γυρολόγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυρολογώ — ( άω) [γυρολόγος] 1. περιφέρομαι 2. είμαι γυρολόγος … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
γύρος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου. 2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * ο (Α γῡρος, Μ γύρος) 1 … Dictionary of Greek
κατσάνος — ο πλανόδιος έμπορος, γυρολόγος, πραματευτής … Dictionary of Greek
μικρέμπορος — και μικρέμπορας, ο (Α μικρέμπορος) 1. μικρός έμπορος, έμπορος με μικρή επιχείρηση,που εργάζεται με μικρά κεφάλαια 2. έμπορος ψιλικών, ψιλικατζής, λειανοπωλητής, γυρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + έμπορος] … Dictionary of Greek
πραματευτής — ο γυρολόγος έμπορος υφασμάτων και άλλων ειδών: Σύρε ταχιά στην Ώρια σπηλιά πραματευτή, με τα ώρια μάτια (Γρυπάρης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)